Παρασκευή. Σήμερα έχει λιακάδα όπως και στο άλλο ποίημα, αυτό που δεν της έγραψα.
Σβήνει τα φώτα και αχνοφαίνεται μια φιγούρα με τις πιτζάμες της να ανάβει ένα κεράκι. Κάνει τη προσευχή της. Δεν ήξερα ότι πιστεύει. Παρακολουθώ χωρίς να ανασαίνω, βιώνω την δημιουργία ενός πίνακα κάποιου αόρατου ζωγράφου που ζωγραφίζει τη σιλουέτα της. Χωρίς να μιλάει έρχεται και ξαπλώνει δίπλα μου και με αγκαλιάζει. Δε μιλάμε. Φιλιόμαστε αλλά δεν κάνομε έρωτα. Κοιμόμαστε αγκαλιά και όσο κοιμόμαστε ένας άλλος αόρατος καλλιτέχνης, ένας παραμυθάς αυτή τη φορά, ετοιμάζει ένα παραμύθι που θα λέμε στα εγγόνια μας. Το πρωί ξυπνήσαμε και της είπα το όνειρο που είδα. Δεν το είπα ολόκληρο όμως. Βλέπετε κάτι ήξερε ο Καζαντζάκης. Τις ιστορίες να τις λέμε μέχρι εκεί που αντέχουμε.