Σύντομα όλοι θα 'ναι νεκροί
σύντομα δεν θα 'χεις χρόνο να κλάψεις
σύντομα όσα ήξερες να τα ξεχάσεις
σύντομα....
Πάνω στο άλογο ο νεκρός καβαλάρης με μίσος κοιτά
τον μίζερο όχλο που με βήμα αργό προχωρά
στα μαύρα ντυμένος, σκυμμένος με τους άλλους πενθεί
γυναίκες παιδιά, άρρωστοι γέροι, τραυματίες πολλοί
Πόνος, θρήνος, απορία κι οδυρμός
ήταν της Μοίρας αρχαίος χρησμός
ένα πλήθος για ελπίδα στο χάος να ψάχνει
το άυλο Φάντασμα με το μάτι του πιάνει
Όλο το σύμπαν χαζεύει, τα άστρα με τρόπο κοιτάν χαμηλά
τον ασήμαντο κόσμο που με δέος προσκυνάει κρυφά
στα πόδια δεμένος, πεσμένος με τους άλλους ποθεί
του Βέιρ τον ήλιο να ανατέλλει με αχτίδα χρυσή
Αίμα, μίσος, αρρώστια, λιμός
είναι της Κατάρας κανόνας χρυσός
ένα πλήθος που κύκλους στο άπειρο κάνει
χωρίς το τέλος ποτέ του να φτάνει
Μέσα στις βάρκες τους σπρώχνει ο βαρκάρης μες στα νερά
το μίζερο κόσμο που με φόβο υποφέρει βουβά
με φίδια γεμάτος ο παράξενος βάλτος τα μυαλά τους ρουφά
μόνο ο Χανς προσπαθεί να γιατρέψει τις πληγές του γοργά
να συναντήσει τη Γκρέτελ ξανά